Σελίδες

Τρίτη 9 Αυγούστου 2016

Να ξεχωρίζουμε από τους άλλους;

«Είπεν ο αββάς Αντώνιος ότι έρχεται καιρός ίνα οι άνθρωποι μανώσι, και επάν ίδωσί τινα μη μαινόμενον, επαναστήσονται αυτώ λέγοντες, ότι συ μαίνη, διά το μη είναι όμοιον αυτοίς».
Μελετώντας προσεκτικά την κοινωνική ζωή που μας περιβάλλει, καταλήγουμε αναπόφευκτα στο συμπέρασμα, ότι στις μέρες μας το καθήκον και η αρετή
έχουν χάσει την παλιά τους αίγλη. Εκείνο που φαίνεται πως μετράει σήμερα είναι η δύναμη και ο αριθμός. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό στην πολιτική, κοινωνική και ιδιωτική ζωή των ανθρώπων.
Οι κάθε είδους πιέσεις και αδικίες εύκολα συγχωρούνται στους ισχυρούς της ημέρας. Η διατυμπανιζόμενη πρόοδος και εξέλιξη σκεπάζει και δικαιολογεί πολλά. Συχνά και η πιο δειλή αντίρρηση για κάποιο επίμεμπτο γεγονός χαρακτηρίζεται ως έλλειψη λεπτότητας. Επίσης καταπληκτική επιρροή στην ανθρώπινη σκέψη ασκεί η γνώμη του πλήθους.
Καθετί που σκέφτεται, αποφασίζει και ενεργεί το σύνολο, γίνεται νόμος, στον οποίο υποτάσσονται όλοι και στον οποίο πρέπει να υποκύπτει η ίδια η συνείδηση. Φυσικά, το σύνολο μπορεί κάποτε να έχει δίκιο. Είναι πολλοί, ωστόσο, που έχουν την εντύπωση -και ίσως δεν κάνουν λάθος- ότι τις περισσότερες φορές το πλήθος, ο όχλος, πέφτει έξω.
«Αλλά τι μας ενδιαφέρει;», σκέφτονται πολλοί. «Είναι πιο συνετό να φέρεσαι όπως όλοι· ή, τουλάχιστον, δεν είναι ασυγχώρητο το να μην τηρείται τόσο αυστηρά το καθήκον, αφού και άλλοι δεν το τηρούν. Δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους!».

Αυτός ο κανόνας, όμως, είναι ολέθριος, γιατί, κι αν ακόμα σε μερικές περιπτώσεις φαίνεται να μας διευκολύνει, πληρώνουμε αυτή τη διευκόλυνση με τριπλή θυσία: των πεποιθήσεών μας, της ελευθερίας μας και της τιμής μας.

1. Η ΘΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΕΠΟΙΘΗΣΕΩΝ
Όσοι ακολουθούν αυτόν τον κανόνα, συχνά πρέπει να θυσιάσουν πρώτ’ απ’ όλα τις πεποιθήσεις τους. Βέβαια κανείς δεν έχει αντίρρηση, ότι είναι συνήθως αναγκαίο να προσαρμοζόμαστε στις καθημερινές βιοτικές απαιτήσεις και συνθήκες, όταν αυτές δεν προσβάλλουν ούτε την πίστη ούτε τα χριστιανικά ήθη. Ο χριστιανός που εμπνέεται από αληθινή αγάπη προς το συνάνθρωπο είναι πάντα πρόσχαρος προς όλους, ευγενικός, εξυπηρετικός, περιποιητικός και πρόθυμος να υπομείνει όλα όσα δεν έρχονται σε αντίθεση με το πιστεύω του.
Αλλά εδώ ακριβώς σταματάει η μεγαλόψυχη διάθεσή του να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του κόσμου: Ας μην παραδέχονται οι γύρω του ούτε τη θεία αποκάλυψη ούτε τη διδασκαλία της Εκκλησίας. Ας παρασύρονται στις προκλητικές ενέργειές τους από τη γνώμη του όχλου. Ας καταπατούν χωρίς τύψεις τον θείο και ανθρώπινο ηθικό νόμο. Ας περιφρονούν την ορθόδοξη παράδοσή μας. Ο πιστός χριστιανός θα θρηνεί την πνευματική αναπηρία των συνανθρώπων του, αλλά φυσικά ποτέ δεν θα τους μιμηθεί. Η προσωπική του συνείδηση, φωτιζόμενη και παιδαγωγούμενη από την πίστη, στέκει γι’ αυτόν μοναδικός οδηγός.
Μα και πώς μπορούσε να είναι διαφορετικά; Μήπως η πλάνη παύει να είναι πλάνη, όταν γίνεται αποδεκτή από το σύνολο; Και το κακό που ενεργείται σε ευρεία κλίμακα, δεν παραμένει εξίσου κακό; Και το ηθικό χρέος, έστω ξεχασμένο και απαράδεκτο από τους πολλούς, χάνει άραγε γι’ αυτόν την υπέρχρονη και καθολική του ισχύ;
Ο απόστολος Παύλος τονίζει στους ασταθείς και αμφιταλαντευόμενους χριστιανούς όλων αυτών των εποχών: «Μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζει τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12, 2).
Έτσι, αν όλος ο κόσμος λησμόνησε τις θείες αλήθειες και  βυθίστηκε στο κακό -«Ο κόσμος όλος εν τω πονηρώ κείται» (Α’ Ιω. 5, 19)- για να υλοποιηθεί η ευαγγελική διδασκαλία και να πρωτεύσει σε όλα το θέλημα του Θεού, είναι πολύ συχνά και απαραίτητο και φυσικό να ξεχωρίζουμε ακριβώς από εκείνους που το θέλημά τους δεν συμφωνεί με τον θείο νόμο και η ζωή τους δεν χαρακτηρίζεται από χριστιανικό ορθόδοξο πνεύμα.
Στο θέμα αυτό η Παλαιά Διαθήκη μάς προβάλλει ένα εντυπωσιακό παράδειγμα στο πρόσωπο του Τωβίτ.
Ζούσε στην εποχή που οι Εβραίοι, ξεχνώντας τις αμέτρητες ευεργεσίες του Θεού, ξέπεσαν στην ειδωλολατρική πλάνη. Η αποστασία γενικεύθηκε τόσο, που θα μπορούσαν να ισχύσουν για την εποχή εκείνη τα λόγια του προφητάνακτος Δαβίδ: «Πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν έως ενός» (Ψαλμ. 13, 3).
Και όμως, μέσα στον πλανεμένο όχλο ο Τωβίτ παραμένει ακλόνητος στην πίστη και στις παραδόσεις των προγόνων του και στον θεοδίδακτο νόμο του όρους Σινά. Όταν όλοι έτρεχαν να προσκυνήσουν το χρυσό μοσχάρι, ο Τωβίτ πήγαινε στο Ναό των Ιεροσολύμων για να λατρεύσει τον αληθινό Θεό, προσφέροντας τις απαρχές των αγρών του και το δέκατο όλων των εισοδημάτων του.
Ήρθαν έπειτα τα μαύρα χρόνια της σκλαβιάς φορτωμένα δοκιμασίες -αιχμάλωτος στη χώρα των Ασσυρίων-, αλλά ούτε τώρα προδίνει την οδό της αληθείας. Παραμένει σταθερά προσηλωμένος στον πατροπαράδοτο νόμο. Έτσι, ενώ όλοι έτρωγαν τα απαγορευμένα από τον θείο νόμο σφάγια των ειδωλολατρικών θυσιών, τα ειδωλόθυτα, αυτός ούτε μια φορά δεν κάνει «ό,τι κάνουν όλοι».
Αλλά εκεί που κορυφώνεται η μαρτυρία πίστεως του Τωβίτ, μέσα στο ειδωλοκρατούμενο γένος του, είναι ριψοκίνδυνη και διαμετρικά αντίθετη τακτική που ακολουθεί -συγκρητικά με τους δειλούς συμπατριώτες του- στο καίριο για την ισραηλιτική συνείδηση θέμα της ταφής των νεκρών: Αψηφώντας όχι πια απλώς κοινή γνώμη, σχόλια και ειρωνείες, αλλά και αυτήν ακόμα τη διαταγή των τυράννων, που απαγόρευε με ποινή θανάτου την ταφή των νεκρών Ισραηλιτών, εγκατέλειπε κάθε σούρουπο το φτωχικό του, για να επιτελέσει -μόνος αυτός- το ύστατο ιερό χρέος, κηδεύοντας όσα άταφα πτώματα των δύστυχων σκλάβων ομοφύλων του έβρισκε.
Είναι γνωστές από την Αγία Γραφή οι ευλογίες με τις οποίες τον αντάμειψε ο Κύριος -όχι πάντως αμέσως, αλλ’ αφού πρώτα δοκίμασε επί πολύ την άκαμπτη και ανδρεία εμμονή του στον θείο νόμο και κάτω από τις πιο απελπιστικά αντίξοες περιστάσεις.
Παρόμοια καλούμαστε κι εμείς, μέσ’ από τις (θεληματικά ή, συνήθως, αθέλητα) στρατευμένες κατά της πίστεως και της Εκκλησίας του Χριστού επιβλητικές σε όγκο μάζες, να ξεμακρύνουμε -θαρραλέες μονάδες-, να ξεχωρίσουμε από τους άλλους. «Εξέλθατε εκ μέσου αυτών και αφορίσθητε», γράφει ο απόστολος Παύλος (Β’ Κορ. 6,17). Και σχολιάζει ο ιερός Χρυσόστομος: «Ας δεχθούμε τη συμβουλή του δασκάλου της οικουμένης και ας σκεφθούμε ποιοι θέλει να είναι οι χριστιανοί· πώς θέλει να είναι ξένοι προς την παρούσα ζωή, όχι για να κατοικήσουν κάπου έξω και μακριά απ’ αυτόν τον κόσμο, αλλά, ενώ θα ζουν μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο και θα τον συναναστρέφονται, δεν θα ζουν όπως ζει ο κόσμος, γι’ αυτό και θα λάμπουν σαν τα αστέρια και θα δείχνουν στους απίστους με τα έργα τους ότι μετατόπισαν τον εαυτό τους σε άλλη πολιτεία, και ότι δεν έχουν τίποτε το κοινό προς τη γη και τα εγκόσμια πράγματα». Δεν θα θυσιάσουμε, λοιπόν, οι χριστιανοί, για μια ταπεινή ευαρέσκεια εκείνων που παρανομούν, καμιά από τις αρχές και πεποιθήσεις μας, ούτε το ‟γιώτα” ή την ‟κεραία” της εκκλησιαστικής μας ζωής.

2. Η ΘΥΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Είναι αξιοπαρατήρητο ότι τον επιζήμιο κανόνα «δεν πρέπει να ξεχωρίζουμε από τους άλλους» τον ακολουθούν συνηθέστερα, άνθρωποι, που πολύ τους αρέσει να ονομάζονται «φιλελεύθεροι», χωρίς να συνειδητοποιούν ότι με την ένταξή τους σ’ αυτό το μαζικό καλούπι αρνούνται την προσωπική τους ελευθερία και αυτοπαραδίνονται σε μια ταπεινωτική σκλαβιά.
Πολύ σωστά γράφει και πάλι ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Ο όχλος είναι,δυστυχώς, κύριός μας και φοβερός τύραννος… Ο πολύς όχλος, ο άτακτος και τιποτένιος, δεν έχει ανάγκη να δώσει διαταγές, αλλά αρκεί μόνο να μας δείξει τις προτιμήσεις του και αμέσως υπακούομε σε όλα. Και πώς, λένε, μπορεί να αποφύγει κανείς αυτούς τους δυνάστες; Αν αποκτήσει φρόνημα ανώτερο απ’ αυτούς, αν εξετάσει προσεκτικά τη φύση των πραγμάτων, αν περιφρονήσει τη γνώμη των πολλών, αν πριν απ’ όλα ασκήσει τον εαυτό του, ώστε, προκειμένου για θέματα που είναι πραγματικά αισχρά, να μη φοβάται τους ανθρώπους, αλλά το ακοίμητο μάτι του Θεού, και προκειμένου για αγαθά θέματα να επιδιώκει και πάλι τα στεφάνια που δίνει Εκείνος».
Απροκάλυπτα ας αναρωτηθεί καθένας μας: Ένας άνθρωπος που φοβάται να ξεχωρίζει από τους άλλους, που δεν τολμάει να φανερώνει έμπρακτα τις πεποιθήσεις του, είναι πραγματικά ελεύθερος; Θα ήταν ευτυχής, αν μπορούσε να εκδηλωθεί αδίσταχτα, σύμφωνα με τη φωνή της συνειδήσεώς του, αλλά δεν τολμάει. Δεν είναι ελεύθερος. Είναι δέσμιος στην ‟κοινή γνώμη ”. Και μόνη η απλή παρουσία προσώπων με αντίθετες απόψεις τον παραλύει.
Είναι πολύ τολμηρός και φέρεται όπως του υπαγορεύει η συνείδησή του, όταν είναι μόνος ή σε περιβάλλον που συμμερίζεται τα πιστεύματά του. Αλλά ρίξτε μια ματιά, όταν βρίσκεται μέσα στο ανερμάτιστο πλήθος. Δεν τον αναγνωρίζετε! Είναι άλλος άνθρωπος: Σκέφτεται και ζει όπως όλοι. Αρνείται την προσωπικότητά του, την ελευθερία της σκέψεως και συνειδήσεώς του. Είναι ένας δούλος και μάλιστα ο πιο δυστυχισμένος από τους δούλους.
Η διατύπωση αυτή δεν κρύβει σχήμα υπερβολής. Μήπως υπάρχει απαισιότερη μορφή δουλείας από το να μην μπορείς να εκφράσεις ό,τι νιώθεις και να εκδηλωθείς όπως ποθείς;
Εκείνος που κρατιέται δέσμιος από τέτοια ψυχολογικά συμπλέγματα, συχνά αναγκάζεται να ταπεινωθεί πάρα πολύ. Ο φόβος «μην ξεχωρίσει από τους άλλους» πιεστικά τον αναγκάζει να συμμετέχει κάποτε σε ψυχοφθόρες συζητήσεις ή να χαμογελάει άλλοτε σε βλάσφημα και αισχρά αστεία κατά της πίστεως. Μια τέτοια τακτική, όμως, δεν είναι μόνο ανελεύθερη, αλλά φτάνει σε πλήρη εξευτελισμό της προσωπικότητας. 
Να, λοιπόν, με ποιες αναπόφευκτες συνέπειες συνοδεύεται ο κανόνας «δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους, αλλά καλύτερα να φερόμαστε όπως όλοι».
Τελείως διαφορετικά συμπεριφέρονταν οι πρώτοι χριστιανοί και οι μάρτυρες. Μπροστά στο βήμα των αιμοχαρών δικαστών και μπροστά στα οργισμένα εχθρικά πλήθη δεν δίσταζαν να ομολογούν θαρραλέα την πίστη τους στον Κύριο Ιησού Χριστό.
Ρωτούσαν το χριστιανό:
― Πώς ονομάζεσαι;
― Χριστιανός! απαντούσε.
― Ποιο είναι το επάγγελμά σου;
― Χριστιανός!
― Η πατρίδα σου;
― Χριστιανός!...
Πάντα η ίδια μεγαλειώδης και ανδρεία απάντηση, που συχνά έφερνε σε δύσκολη θέση τους διώκτες, κάποτε τους προβλημάτιζε και όχι σπάνια τους οδηγούσε στον Χριστό.
Αυτό είναι το γνήσιο χριστιανικό πνεύμα: Πνεύμα ειλικρίνειας, σταθερότητας, αληθινής ελευθερίας, πνεύμα διαμετρικά αντίθετο προς την ταπεινωτική θεωρία του «δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους». Ο Θεός δεν «έδωκεν ημίν πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως» (Β’ Τιμ. 1, 7).

3. ΘΥΣΙΑ ΤΙΜΗΣ
Αλλά, άραγε, αυτή η τακτική του χαμαιλεοντισμού, απογυμνώνοντας το χριστιανό από τις αρχές του κι από την ίδια του την αυτοελευθερία, του εξασφαλίζει τουλάχιστον την εκτίμηση και το σεβασμό των άλλων, όπου και αποβλέπει κυρίως; Θα ήταν τελείως αψυχολόγητο να υποθέσουμε κάτι τέτοιο. Η κοινή γνώμη στα πνευματικά θέματα -το είπαμε ήδη- πέφτει πολύ έξω. Ποτέ, ωστόσο, δεν αμείβει με την υπόληψή της χαρακτήρες αμφιταλαντευόμενους. Οι άνθρωποι -πώς να το κάνουμε;- αγαπούν και μάλιστα θαυμάζουν, έστω ενδόμυχα, τις σταθερές και ξεκαθαρισμένες πεποιθήσεις, και ο σεβασμός τους είναι βαθύς για κείνους που στέκουν ασάλευτοι στις αρχές τους.
Αυτό ίσχυε ακόμα και στον ειδωλολατρικό κόσμο. Ένας προχριστιανός ακριβώς σοφός, θέλοντας να δώσει την εικόνα του ενάρετου ανθρώπου, τονίζει ότι τίποτα δεν μπορεί να τον απομακρύνει από την εκπλήρωση του καθήκοντος· ούτε η παντοδυναμία των τυράννων, ούτε η πίεση της κοινής γνώμης ούτε ακόμα η καταστροφή ολόκληρης της… οικουμένης!
Πολύ πειστική για την αλήθεια όσων υποστηρίζουμε σ’ αυτό το σημείο είναι μια ενέργεια του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Κωνστάντιου του Χλωρού: Θέλοντας να δοκιμάσει τους χριστιανούς αξιωματικούς της ακολουθίας του, τους ανακοίνωσε ότι θα κρατήσει κοντά του μόνο αυτούς που θ’ αρνηθούν αμέσως τη χριστιανική τους πίστη. Μερικοί τότε, κάνοντας ένα βήμα μπροστά, δήλωσαν ότι είναι έτοιμοι ν’ αρνηθούν. Και τότε ο Κωνστάντιος, ρίχνοντάς τους μια περιφρονητική ματιά, τους έδιωξε ως ανάξιους της εμπιστοσύνης του.
Το ίδιο υποτιμητικό βλέμμα, είτε έκδηλο είτε υποκριτικά καλυμμένο, είναι η αμοιβή των δειλών και μικρόψυχων, που είναι έτοιμοι σ’ ένα ειρωνικό μειδίαμα να προδώσουν τις αρχές τους. Οι άνθρωποι τους περιφρονούν, ενώ, αντίθετα, σέβονται εκείνους που τίποτα δεν είναι ικανό να τους απομακρύνει από τον χριστιανικό τρόπο ζωής, που οι ίδιοι έχουν επιλέξει. Κι όχι μόνο τους σέβονται, αλλά κάποτε είναι έτοιμοι να τους μιμηθούν.
Ένα γεγονός πάνω σ’ αυτό: Σε κάποιο πολυτελές ξενοδοχείο παρατέθηκε επίσημο γεύμα. Ήταν περίοδος νηστείας. Όλοι έτρωγαν αρτύσιμα φαγητά. Κάποιος, όμως, παράγγειλε νηστίσιμο, με συνέπεια να εισπράξει πολλά ειρωνικά χαμόγελα και σχόλια προσβλητικά. Το ήρεμο, ωστόσο, και γεμάτο αυτοπεποίθηση φέρσιμο του νηστευτή και οι σοβαρές και έξυπνες απαντήσεις του πολύ γρήγορα ανάγκασαν τους επιπόλαιους συνδαιτημόνες να σωπάσουν. Ένας, μάλιστα, σηκώθηκε από τη θέση του και, εκφράζοντας το θαυμασμό του για τη σταθερότητα που είχε στις αρχές του ο πρώτος, πρόσθεσε: «Δεν επιθυμώ εσείς μόνο να έχετε απόψε νηστήσιμο φαγητό. Είμαι κι εγώ ορθόδοξος χριστιανός και από σήμερα θ’ ακολουθήσω το παράδειγμά σας». Κι έδωσε αμέσως εντολή να του σερβίρουν νηστήσιμο φαγητό.

* * *
Πρέπει να αντιληφθούμε ότι αποτελεί μεγάλο κίνδυνο για τη χριστιανική ζωή η πλατιά διάδοση στις μέρες μας της νοοτροπίας: «Δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους».
Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο ειδωλολάτρης φιλόσοφος Πλάτων, τον 5ο π.Χ. αιώνα, επισημαίνει αυτόν τον κίνδυνο για την ηθική ζωή στο πρόσωπο του Σωκράτη. Στο διάλογο «Κρίτων» προσωποποιεί αυτή τη μικρόψυχη έγνοια «μην τυχόν έρθουμε σε αντίθεση με τη γνώμη των πολλών» στη μορφή του μαθητή του Σωκράτη Κρίτωνα. Αλλά ο Σωκράτης του απαντάει: «Ου… πανυ ημίν φροντιστέον τι ερούσιν οι πολλοί ημάς, αλλ’ ό,τι ο επαΐων περί των δικαίων και αδίκων, ο εις και αυτή η αλήθεια».
Δηλαδή: Δεν πρέπει καθόλου να νοιαζόμαστε τι θα πουν για μας οι πολλοί, αλλά τι θα πει ο γνώστης του τι είναι δίκαιο και τι άδικο, ο ένας, όχι οι πολλοί, και αυτή η Αλήθεια.
Μιλώντας σχεδόν προφητικά ο Σωκράτης, εκτός που αδιαφορεί αν θα ξεχωρίσει από τους πολλούς, δίνει το βάρος στη γνώμη του ενός, του εκλεκτού, που στην περίπτωσή μας δεν είναι παρά ο Θεός, ο «Εις και αυτή η Αλήθεια».
Όσοι όμως θεωρούν τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα «ξεπερασμένους», καθώς ακόμα και τον άλλο σοφό, που είπε «εις εμοί μυρίοι, όταν άριστος η», ας αναπαύσουν την πρωτοποριακή σκέψη τους στον «πρωτοποριακό» Ευγένιο Ιονέσκο και συγκεκριμένα στους «Ρινόκερούς» του, που μας μεταφέρουν το ίδιο μήνυμα, τη δυσπιστία δηλαδή του Σωκράτη στη γνώμη των πολλών και, ακόμα πιο κοντά μας, την αποστολική προτροπή «μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω» (Ρωμ. 12, 2).
Θυμίζουμε ότι στο έργο του αυτό ο διάσημος θεατρικός συγγραφέας παρουσιάζει αλληγορικά κάποιες μεμονωμένες στην αρχή περιπτώσει ανθρώπων, που, ακολουθώντας έναν αρκετά κτηνώδη τρόπο ζωής, έπαιρναν κι εξωτερικά τη μορφή του ρινόκερου, επισύροντας βέβαια τον ανατριχιαστικό αποτροπιασμό και τη φρίκη της «καλής κοινωνίας». Αργότερα, όμως, τα κρούσματα αυτά των μεταμορφώσεων πλήθαιναν, ώσπου οι τελευταίου που δεν μεταμορφώθηκαν κι απόμειναν άνθρωποι, να δέχονται τα βέλη της… ρινόκερης ειρωνείας και περιφρονήσεως και να νιώθουν κομπλεξικοί γιατί ήταν «αλλιώτικοι από τους άλλους», γιατί δηλαδή δεν έγιναν κι αυτοί ρινόκεροι!
Ανάμεσα στη διδασκαλία του πλατωνικού Κρίτωνα και στο πρωτοποριακό μήνυμα του Ιονέσκο, για μας, τους χριστιανούς, κεντρική, χρονικά και αξιολογικά, θέση κατέχει μια θαυμαστή προφητεία του αγράμματου καθηγητή της ερήμου Μεγάλου Αντωνίου, που διαβάζουμε στο Γεροντικό:
«Είπεν ο αββάς Αντώνιος ότι έρχεται καιρός ίνα οι άνθρωποι μανώσι, και επάν ίδωσί τινα μη μαινόμενον, επαναστήσονται αυτώ λέγοντες, ότι συ μαίνη, διά το μη είναι όμοιον αυτοίς».
Είπε ο αββάς Αντώνιος ότι θα ‘ρθει καιρός που οι άνθρωποι θα τρελαθούν· κι αν δουν κανέναν γνωστικό, θα τα βάλουν μαζί του λέγοντας, «εσύ τρελάθηκες», επειδή δεν θα είναι όμοιος μ’ αυτούς.
Αν δεν την περπατάμε ήδη αυτή την εποχή της προφητείας, οπωσδήποτε είμαστε πολύ κοντά της. Και, βέβαια, δεν πρέπει ν’ αποτελεί φιλοδοξία μας η τρέλα, έστω και ομαδική. Ας είμαστε έτοιμοι ν’ ακούσουμε πολλές φορές με φιλόσοφο απάθεια το «εσύ τρελάθηκες».
Πάντως η συλλογική πείρα μας, που δεν είναι και τόσο μικρή, πείθει ότι αυτοί οι μεμονωμένοι και λίγοι, που δεν παρασύρθηκαν από το ρεύμα της μαζοποιήσεως των ιδεών -κοινωνικών, πολιτικών, θρησκευτικών-, δεν είναι και τόσο λίγοι, αλλά είναι, ομολογουμένως, μεμονωμένοι.
Βέβαια, μια πολύ μεγάλη μερίδα του κόσμου -όχι «όλος ο κόσμος»- αδιαφορεί για τις πνευματικές αξίες, αγνοεί τη φωνή της συνειδήσεως και ποδοπατεί τον αιώνιο νόμο του Θεού.
Υπάρχουν, όμως, πάρα πολλοί, και μάλιστα ανάμεσα στους νέους, όσο δεν το υποψιαζόμαστε, που δεν υποτάχθηκαν στη νοοτροπία του όχλου και στην ισοπέδωση της προωθούμενης παγκοσμιοποιήσεως, που δεν καταδέχτηκαν να προδώσουν τις αρχές τους για μια ψεύτικη κοινωνικότητα, που δεν «έκλιναν γόνυ τη Βάαλ», που έμειναν πιστοί στη λατρεία του Κυρίου Ιησού Χριστού και ασυμβίβαστοι στο εκκλησιαστικό άθλημα της αρετής. Μόνο που, καθώς είπαμε, ενώ δεν είναι τόσο λίγοι, είναι «μεμονωμένοι» και στους πολλούς -που έχουν ανάγκη από τέτοια στηρίγματα- άγνωστοι.
Είναι αλήθεια ότι «το καλό δεν κάνει θόρυβο». Συμφωνούμε. Είναι αλήθεια ότι το «λείμμα Κυρίου», που δεν συσχηματίσθηκε «τω αιώνι τούτω» δεν είναι -δεν πρέπει να είναι- επιδεικτικό. Αλλά, επιτέλους, ας μην είναι και… ντροπαλό!
Όσοι, λοιπόν, έχουμε λίγο ως πολύ επηρεαστεί από την ολέθρια θεωρία του «δεν υπάρχει λόγος να ξεχωρίζουμε από τους άλλους», είναι επιτακτική ανάγκη των καιρών να την απορρίψουμε το συντομότερο. Χωρίς μεγάλα λόγια, η στάση μας, καθώς αυτή απορρέει από το γνήσιο εκκλησιαστικό μας βίωμα, ας είναι το «κατηγορώ» της θεωρίας αυτής. 
Τηρώντας σταθερά τις φωτεινές εντολές της πίστεως και της Εκκλησίας μας, χωρίς την ένοχη ντροπή, γεμάτοι θάρρος, είναι σίγουρο πως σύντομα θ’ απολαύσουμε την εκτίμηση, την εμπιστοσύνη και το σεβασμό των συνανθρώπων μας. Αλλά, και αν αυτό δεν γίνει, ο ίδιος ο Κύριος θα μας δώσει πλουσιοπάροχα την αμοιβή της σταθερότητας και της ανδρείας. Αυτόν, λοιπόν, ας ομολογούμε παντού και πάντοτε, «Χριστόν εσταυρωμένον, Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον, Έλλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και Έλλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν» (Α’ Κορ. 1, 23-24).

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ, 
www.impantokratoros.gr/43B5047C.el.aspx