Σελίδες

Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Αγία Γλυκερία η Μάρτυς (+13 Μαΐου)


Βίος.

Θηρὸς τὸ πικρὸν δῆγμα τῇ Γλυκερίᾳ
Ὑπὲρ γλυκάζον ὡς ἀληθῶς ἦν μέλι.
Ἐν τριτάτῃ δεκάτῃ δάκε καὶ κτάνε θὴρ Γλυκερίαν.
Η Αγία Μάρτυς Γλυκερία γεννήθηκε στην Τραϊανούπολη τον 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αντωνίνος ο Ευσεβής (138-161 μ.Χ.). Ο πατέρας της ονομαζόταν Μακάριος και είχε διατελέσει ύπατος. Σε μικρή ηλικία ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό και ανέπτυξε έντονη χριστιανική και κατηχητική δράση. Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο ηγεμόνας Σαβίνος, την κάλεσε να παρουσιασθεί μπροστά του. Με μεγάλη προθυμία η Αγία εμφανίσθηκε σε εκείνον, έχοντας σημειώσει στο μέτωπό της τον Τίμιο Σταυρό και δεν δίστασε να ομολογήσει με παρρησία και σθένος την πίστη της στον Σωτήρα και Λυτρωτή Ιησού Χριστό.

Όταν ο ηγεμόνας κάλεσε την Αγία να θυσιάσει στα είδωλα, αυτή αρνήθηκε και ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Ακολούθως προσευχήθηκε στον Θεό λέγοντας: «Ο Θεός, ο Παντοκράτορας, Σύ πού δοξάζεσαι με το Σταυρό του Χριστού Σου από τους δούλους Σου, Σύ πού εμφανίσθηκες στους Οσίους Σου παίδες και τους γλύτωσες από αναμμένο καμίνι, Σύ πού έκλεισες τα στόματα των λιονταριών και ανέδειξες νικητή τον δούλο Σου Δανιήλ, Σύ πού κατέστρεψες τον Βάαλ και εξόντωσες τον δράκοντα και συνέτριψες τη διαβολική εικόνα (τού βασιλέως Ναβουχοδονόσορ), Ιησού Χριστέ, το άμωμο και άκακο αρνίον του Θεού, έλα σε εμένα την ταπεινή και συνέτριψε τον δαίμονα (τόν Δία) πού δημιουργήθηκε με την ανθρώπινη τέχνη και διασκόρπισε την κακή τους θυσία». Αμέσως μετά την προσευχή έγινε βροντή μεγάλη και έπεσε το άγαλμα του Δία και συντρίφθηκε, γιατί ήταν πέτρινο.

Όταν ο ηγεμόνας και οι ειδωλολάτρες ιερείς είδαν να συντρίβεται το άγαλμα του θεού τους, γεμάτοι από οργή, έδωσαν την εντολή να πεθάνει η Γλυκερία με λιθοβολισμό. Αμέσως τα πλήθη των ειδωλολατρών όρμησαν μανιασμένα και άρχισαν να λιθοβολούν την Αγία. Οι πέτρες όμως έπεφταν δίπλα της χωρίς καθόλου να την αγγίζουν. Οι ειδωλολάτρες βλέποντας το φαινόμενο και μή αντιλαμβανόμενοι αυτή τη δωρεά και ευεργεσία του Θεού, νόμισαν ότι η Αγία είναι μάγισσα και γι’ αυτό δεν την άγγιζαν οι πέτρες. Αρχισαν λοιπόν να την βρίζουν.

Ο ηγεμόνας παρεμβαίνοντας διέταξε να την βάλουν μέχρι το πρωί της επόμενης ημέρας στη φυλακή και να την ασφαλίσουν καλά, μήπως κάνοντας χρήση των μαγικών της ικανοτήτων κατορθώσει να φύγει και έπειτα διαδώσει ότι την βοήθησε ο Θεός της με συνέπεια να εξαπατήσει πολλούς.

Εκεί στην φυλακή, το απόγευμα της ίδιας ημέρας, επισκέφθηκε την Αγία ο Χριστιανός ιερέας της πόλεως, Φιλοκράτης, τον οποίο η Αγία παρακάλεσε να τη σφραγίσει με το σημείο του Σταυρού.

Το πρωί της επόμενης ημέρας ο ηγεμόνας ήλθε στο δικαστήριο, για να δικάσει και τιμωρήσει παραδειγματικά την Αγία Γλυκερία. Διέταξε λοιπόν να την οδηγήσουν μπροστά του και την ρώτησε, εάν θέλει να θυσιάσει στον Δία. Της επέστησε δε την προσοχή ότι σε περίπτωση πού δεν επείθετο και δεν υπάκουε θα έδινε την εντολή να την σκοτώσουν. Η Αγία αρνήθηκε. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να την κρεμάσουν από τα μαλλιά και να της γδάρουν την κεφαλή. Η Αγία, καθώς ήταν κρεμασμένη, ευχαριστούσε τον Θεό.

Όταν ο ηγεμόνας αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να κατισχύσει της Αγίας Γλυκερίας, διέταξε να ξεκρεμάσουν την Μάρτυρα και να της συντρίψουν το πρόσωπο. Μόλις τελείωσε την προσευχή της, οι υπηρέτες άρχισαν να την χτυπούν. Ξαφνικά όμως εμφανίσθηκε Αγγελος Κυρίου και παρέλυσε αυτούς, οι οποίοι έμειναν αποσβολωμένοι σαν νεκροί. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να μεταφερθεί η Αγία και πάλι στη φυλακή και έδωσε την εντολή, κανένας να μην της δώσει τροφή. Η Αγία Γλυκερία γεμάτη χαρά και δοξάζοντας τον Θεό επανήλθε στην φυλακή. Ο δεσμοφύλακάς της με πολύ σεβασμό και φόβο την κλείδωσε στο κελλί της. Η Μεγαλομάρτυς ευχαρίστησε τον Θεό.
Από τότε πέρασε ικανός χρόνος κατά τον οποίο η Αγία ήταν πάντα κλεισμένη μέσα στη φυλακή και δοξολογούσε τον Θεό, ενώ Αγγελοι έφερναν τροφή σε αυτήν.

Κάποτε ο ηγεμόνας επρόκειτο να μεταβεί στην Ηράκλεια. Τότε σκέφθηκε να περάσει και από την φυλακή, για να δεί τί γίνεται η Γλυκερία και αν είναι σε θέση να τον ακολουθήσει στην Ηράκλεια. Όταν όμως έφθασε στη φυλακή και είδε την πόρτα σφραγισμένη, νόμισε ότι είχε ήδη πεθάνει η Αγία. Αλλά μόλις άνοιξε η πόρτα διαπίστωσε ότι η Αγία ήταν λυμένη και δίπλα της υπήρχε ένα πινάκιο με γάλα και ψωμί και ένα δοχείο με νερό. Γεμάτος έκπληξη ο ηγεμόνας και μή γνωρίζοντας ότι ο Θεός έτρεφε την Αγία, την έβγαλε από την φυλακή.

Μετά από αυτά, πήρε ο ηγεμόνας την Αγία και κατευθύνθηκε προς την Ηράκλεια. Όταν οι Χριστιανοί της Ηράκλειας άκουσαν για την αθληφόρο του Χριστού και ότι την έφερναν στην πόλη τους, έτρεξαν όλοι να την προϋπαντήσουν έχοντας επικεφαλής τους τον Επίσκοπο της πόλεως, Δομίτιο.

Το πρωί της επομένης ημέρας η ηγεμόνας διέταξε να προσαχθεί σε δίκη η Αγία και σε περίπτωση πού και πάλι θα αρνιόταν να υπακούσει, να την έριχναν στη φωτιά. Η Αγία και πάλι ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να ρίξουν την Αγία μέσα σε καμίνι. Όταν ετοιμάσθηκε η φωτιά μέσα στο καμίνι, ώστε να μην μπορεί να το πλησιάσει άνθρωπος, η Αγία κάνοντας το σημείο του Σταυρού σφράγισε τον εαυτό της και προσευχήθηκε προς τον Θεό. Μόλις την έριξαν μέσα στο καμίνι, ήλθε ουράνια δροσιά και έσβησε τη φλόγα της φωτιάς.

Μετά από αυτά, ο ηγεμόνας θυμωμένος διέταξε να της γδάρουν το κεφάλι μέχρι το μέτωπο και αφού έδεσαν οι υπηρέτες χειροπόδαρα την Αγία, έπρατταν κατά της διαταγές του ηγεμόνος. Ο ηγεμόνας, μή υποφέροντας την ψυχική και πνευματική αντοχή της Αγίας, διέταξε να την κλείσουν πάλι στην φυλακή. Εκεί διέταξε να την δέσουν χειροπόδαρα και να την ξαπλώσουν πάνω σε κοφτερές πέτρες, για να υποφέρει αφόρητα όταν ήθελε να μετακινηθεί δεξιά και αριστερά. Και οι υπηρέτες έκαναν ότι τους διέταξε ο ηγεμόνας. Κατά το μεσονύκτιο όμως Αγγελος Κυρίου ήλθε και έλυσε τη Μάρτυρα από τα δεσμά της και επούλωσε τα τραύματα του προσώπου της, ώστε να καταστεί απόλυτα υγιείς, χωρίς κανένα σημάδι ή ουλή, όπως δηλαδή της το είχε χαρίσει ο Θεός.

Το επόμενο πρωί ήλθε ο ηγεμόνας στο δικαστήριο και διέταξε να φέρουν μπροστά του την Αγία. Όταν ο δεσμοφύλακας, ονόματι Λαοδίκιος, άνοιξε την πόρτα της φυλακής, βρήκε την Γλυκερία λυμένη και υγιή, ώστε δεν την αναγνώρισε. Η Αγία όμως του είπε: «Μην κάνεις τίποτε και λυπήσου τον εαυτό σου, εγώ είμαι εκείνη πού ζητάς».

Ο δεσμοφύλακας γεμάτος έκπληξη και έντρομος έβγαλε την Αγία από την φυλακή και αφού δέθηκε ο ίδιος με τα δεσμά της Μάρτυρος την ακολούθησε στο βήμα του ηγεμόνα. Αντικρίζοντας αυτό το θέαμα ο ηγεμόνας ρώτησε τον δεσμοφύλακα. Εκείνος του είπε τί ακριβώς συνέβη. Ο άρχοντας έδωσε αμέσως εντολή και οι στρατιώτες αποκεφάλισαν τον Μάρτυρα. Το λείψανό του το πήραν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν.

Στη συνέχεια ο ηγεμόνας διέταξε να ριχθεί η Γλυκερία στα θηρία. Αλλά η Μάρτυς ακούγοντας την απόφαση του ηγεμόνα αντί να πανικοβληθεί χάρηκε ως να της συνέβη κάτι το ευχάριστο.

Αφού λοιπόν ο ηγεμόνας και ο λαός πήραν τις θέσεις τους στο στάδιο, έριξαν μέσα στον στίβο την Αγία, η οποία εισήλθε χαρούμενη και στάθηκε γαλήνια στην μέση του σταδίου περιμένοντας και πάλι τον Χριστό ως βοηθό της. Ετσι ολοκληρώθηκε το μαρτύριο της Αγίας Γλυκερίας στο οποίο αναδείχθηκε τέλεια στην ομολογία της αλήθειας.

Το ιερό λείψανό της παρέλαβε ο Επίσκοπος της Ηρακλείας Δομίτιος και το τοποθέτησε σε ευπρεπή τόπο κοντά στην πόλη.

Αγία Γλυκερία η πολιούχος του Γαλατσίου

ΥΜΝΟΛΟΓΙΑ

Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)

Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν καλλιπάρθενον, Χριστοῦ τιμήσωμεν, τὴν ἀριστεύσασαν πόνοις ἀθλήσεως, καὶ ἀσθενείᾳ τῆς σαρκός, τὸν ὄφιν καταβαλοῦσαν· πόθω γὰρ τοῦ Κτίσαντος, τῶν βασάνων τὴν ἔφοδον, παρ’ οὐδὲν ἡγήσατο, καὶ θεόθεν δεδόξασται· πρὸς ἣν ἀναβοήσωμεν πάντες, χαίροις θεόφρον Γλυκερία.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’.
Ἡ ἀμνάς σου Ἰησοῦ, κράζει μεγάλη τῇ φωνῇ Σὲ Νυμφίε μου ποθῶ, καὶ σὲ ζητοῦσα ἀθλῶ, καὶ συσταυροῦμαι καὶ συνθάπτομαι τῷ βαπτισμῷ σου· καί πάσχω διά σέ, ὡς βασιλεύσω σὺν σοί, καὶ θνήσκω ὑπὲρ σοῦ, ἵνα καὶ ζήσω ἐν σοί· ἀλλ᾽ ὡς θυσίαν ἄμωμον προσδέχου τὴν μετὰ πόθου τυθεῖσάν σοι. Αὐτῆς πρεσβείαις, ὡς ἐλεήμων, σῶσον τὰς ψυχὰς ἡμῶν.


Πηγαί: