Σελίδες

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

Κυριακή Δ’ Νηστειών

Η θεραπεία του σεληνιαζομένου νέου-Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος

 (Ευαγγέλιο- Απόστολος)

Ευαγγέλιο Κυριακής: Μάρκ. θ’ 17-31
17 καὶ ἀποκριθεὶς εἷς ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπε· διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε, ἔχοντα πνεῦμα ἄλαλον. 18 καὶ ὅπου ἂν αὐτὸν καταλάβῃ, ρήσσει αὐτόν, καὶ ἀφρίζει καὶ τρίζει τοὺς ὀδόντας αὐτοῦ, καὶ ξηραίνεται· καὶ εἶπον τοῖς μαθηταῖς σου ἵνα αὐτὸ ἐκβάλωσι, καὶ οὐκ ἴσχυσαν. 19 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς αὐτῷ λέγει· ὦ γενεὰ ἄπιστος, ἕως πότε πρὸς ὑμᾶς ἔσομαι; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετε αὐτὸν πρός με. καὶ ἤνεγκαν αὐτὸν πρὸς αὐτόν. 20 καὶ ἰδὼν αὐτὸν εὐθέως τὸ πνεῦμα ἐσπάραξεν αὐτόν, καὶ πεσὼν ἐπὶ τῆς γῆς ἐκυλίετο ἀφρίζων. 21 καὶ ἐπηρώτησε τὸν πατέρα αὐτοῦ· πόσος χρόνος ἐστὶν ὡς τοῦτο γέγονεν αὐτῷ; ὁ δὲ εἶπε· παιδιόθεν. 22 καὶ πολλάκις αὐτὸν καὶ εἰς πῦρ ἔβαλε καὶ εἰς ὕδατα, ἵνα ἀπολέσῃ αὐτόν· ἀλλ᾿ εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν σπλαχνισθεὶς ἐφ᾿ ἡμᾶς. 23 ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ τὸ εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι. 24 καὶ εὐθέως κράξας ὁ πατὴρ τοῦ παιδίου μετὰ δακρύων ἔλεγε· πιστεύω, κύριε· βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ. 25 ἰδὼν δὲ ὁ  Ἰησοῦς ὅτι ἐπισυντρέχει ὄχλος, ἐπετίμησε τῷ πνεύματι τῷ ἀκαθάρτῳ λέγων αὐτῷ· τὸ πνεῦμα τὸ ἄλαλον καὶ κωφόν, ἐγώ σοι ἐπιτάσσω, ἔξελθε ἐξ αὐτοῦ καὶ μηκέτι εἰσέλθῃς εἰς αὐτόν. 26 καὶ κράξας καὶ πολλὰ σπαράξαν αὐτὸν ἐξῆλθε, καὶ ἐγένετο ὡσεὶ νεκρός, ὥστε πολλοὺς λέγειν ὅτι ἀπέθανεν. 27 ὁ δὲ  Ἰησοῦς κρατήσας αὐτὸν τῆς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόν, καὶ ἀνέστη. 28 Καὶ εἰσελθόντα αὐτὸν εἰς οἶκον οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπηρώτων αὐτὸν κατ᾿ ἰδίαν, ὅτι ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό. 29 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ.
30 Καὶ ἐκεῖθεν ἐξελθόντες παρεπορεύοντο διὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οὐκ ἤθελεν ἵνα τις γνῷ· 31 ἐδίδασκε γὰρ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς χεῖρα ἀνθρώπων, καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ ἀποκτανθεὶς τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται.
Η θεραπεία του δαιμονισμένου

Μπορούμε να προσευχηθούμε εμείς…

Μόλις ο Κύριος κατέβηκε από το όρος Θαβώρ, από το φως της Μεταμορφώσεως κάτω στον κόσμο, ένας πατέρας έτρεξε κοντά του να Του πει τον μεγάλο πόνο του: Διδάσκαλε, σου έφερα τον γιο μου, που τον κυρίευσε δαιμονικό πνεύμα και του πήρε τη φωνή. Υποφέρει πολύ! Όταν τον πιάσει, τον ρίχνει στη γη, τον κάνει ν’ αφρίζει, να τρίζει τα δόντια του και τον αφήνει ξερό και αναίσθητο. Πολλές φορές τον έριξε στη φωτιά και στο νερό για να τον εξοντώσει. Παρακάλεσα τους μαθητές σου να τον ελευθερώσουν, αλλά δεν μπόρεσαν.
Τότε ο Κύριος γεμάτος παράπονο αναφώνησε:
— Ω γενεά που παραμένεις άπιστη και διεστραμμένη, ενώ είδες τόσα θαύματα! Μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας και θα σας ανέχομαι; Φέρτε τόν μου εδώ.
Μόλις όμως έφεραν τον νέο μπροστά στον Κύριο, το θέαμα ήταν φοβερό. Το πονηρό πνεύμα άρχισε να συνταράζει με σπασμούς τον νέο, ο οποίος, αφού έπεσε στη γη, κυλιόταν κι έβγαζε αφρούς από το στόμα του.
Δεν μπορούσε όμως να πει ούτε λέξη. Μόνο κραυγές μπορούσε να βγάζει πολλές, που συγκλόνιζαν τις καρδιές όσων τον έβλεπαν. Ο νέος αυτός δεν μπορούσε να μιλήσει, να εκφράσει την ικεσία του στον Κύριο, να ζητήσει τη σωτηρία του. Κι αντί γι’ αυτόν παρακαλεί ο πατέρας.
Εδώ έχουμε μία περίπτωση δαιμονισμένου παιδιού. Όμως ο διάβολος και με πολλούς άλλους τρόπους εξουσιάζει τους ανθρώπους, ιδιαιτέρως στη δαιμονοκρατούμενη εποχή μας, πόσοι νέοι ζουν μακριά από τον Θεό και υποφέρουν κυριευμένοι από τα δαιμονικά τους πάθη. Μαζί τους βασανίζονται και οι συγγενείς τους. Κι όταν αυτοί είναι άνθρωποι του Θεού, υποφέρουν ακόμη περισσότερο κατανοώντας την κατάσταση των αγαπημένων τους.
Ο πατέρας όμως του Ευαγγελίου δίνει σ’ όλους αυτούς και σ’ όλους τους πιστούς ένα μεγάλο δίδαγμα.Όταν αυτοί δεν μπορούν ή δεν θέλουν να προσευχηθούν για τον εαυτό τους, να προσευχόμαστε εμείς γι’ αυτούς. Κάθε φορά που βλέπουμε στους ιερούς ναούς μας ότι απουσιάζουν από τη θεία λατρεία χιλιάδες νέοι, νέοι που ξενύχτησαν στα σκοτεινά κέντρα του κόσμου και πολλοί έχασαν τη νεανική τους δροσιά και καθαρότητα, ας προσευχόμαστε εμείς γι’ αυτούς. Ας πονέσουμε εμείς για το δικό τους μαρτύριο. Ας κλάψουμε εμείς για το δικό τους δράμα. Και να είμαστε βέβαιοι ότι τα δικά μας δάκρυα, οι δικές μας ικεσίες, θα μαλακώσουν κάποτε τις ψυχές πολλών νέων, θα φέρουν τη μετάνοια και την επιστροφή τους.

Προσευχή και νηστεία

Ο πατέρας συνεχίζει την ικεσία του. Κύριε, εάν μπορείς να κάνεις κάτι, λυπήσου μας και βοήθησέ μας. Όμως ο Ιησούς του αποκρίνεται: Εσύ εάν μπορείς να πιστεύσεις, τότε όλα είναι δυνατά σ’ εκείνον που πιστεύει. Κι αμέσως ο πατέρας γεμάτος δάκρυα φωνάζει: Πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στην ολιγοπιστία μου.
Τότε ο Ιησούς Χριστός με θεϊκή εξουσία λέει: Πνεύμα άλαλο και κουφό, εγώ σε διατάζω, βγες από αυτόν και μην ξαναμπείς ποτέ μέσα του. Και το πονηρό πνεύμα, αφού έκραξε και συντάραξε τον νέο, έφυγε αφήνοντάς τον κάτω στη γη σαν νεκρό. Τότε ο Κύριος τον έπιασε από το χέρι και τον σήκωσε. Οι μαθητές έκπληκτοι Τον ρωτούν κατόπιν ιδιαιτέρως: Γιατί, Κύριε, εμείς δεν μπορέσαμε να βγάλουμε το πονηρό πνεύμα; Κι Εκείνος απαντά: Αυτό το είδος του δαιμονίου δεν φεύγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία.
Γιατί όμως το σκληρό αυτό είδος διαμονίου δεν μπορεί να βγει από τον άνθρωπο παρά μόνο με προσευχή και νηστεία; Αλλά και γενικότερα γιατί η προσευχή μαζί με τη νηστεία έχουν τόσο μεγάλη δύναμη;
Διότι όταν ο άνθρωπος προσεύχεται έπειτα από νηστεία τροφών και παθών, η προσευχή του έχει το στοιχείο της ασκήσεως, της θυσίας και της προσφοράς. Τότε ο άνθρωπος δεν δυσκολεύεται να προσευχηθεί, δεν κουράζεται από το βάρος των φαγητών ή από το βάρος των τύψεων, αλλά είναι ανάλαφρος. Η νηστεία που ορίζει η Εκκλησία μας δίνει φτερά στην προσευχή, διότι ταπεινώνει τον άνθρωπο. Τον γυμνάζει σωματικά και ψυχικά. Απονεκρώνει τις σαρκικές επιθυμίες και ηδονές και προετοιμάζει το σώμα κατάλληλα για να μην καταστεί εμπόδιο, αλλά να υπηρετήσει την ψυχή την ώρα της προσευχής. Μια τέτοια προσευχή, που γίνεται με νηστεία τροφών και παθών, επειδή έχει το στοιχείο της ταπεινώσεως, αυξάνει και την πίστη. Και γίνεται έτσι μια ζωντανή εμπειρία, αυξάνει τη θέρμη της καρδιάς μας, μας κάνει να αισθανόμαστε την παρουσία του Θεού μπροστά μας. Και φέρνει τη χάρη του Θεού και το θαύμα.
Αυτά ακριβώς τα δυο πνευματικά όπλα, την προσευχή συνδυασμένη με τη νηστεία, μας καλεί η Εκκλησία μας να χρησιμοποιήσουμε περισσότερο τώρα κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Τώρα περισσότερη προσευχή, μεγαλύτερες Ακολουθίες, αλλά και αυστηρότερη νηστεία, εντατικότερη άσκηση. Ας  συνεχίσουμε λοιπόν τον αγώνα μας στον πνευματικό στίβο με τα όπλα αυτά και θα έχουμε μαζί μας την ακατανίκητη δύναμη της Χάριτος του Θεού.
Απόστολος Κυριακής: Εβρ. ς’ 13-20
Ἀδελφοί, τῷ Ἀβραὰμ ἐπαγγειλάμενος ὁ Θεός, ἐπεὶ κατ’ οὐδενὸς εἶχε μείζονος ὀμόσαι, ὤμοσε καθ’ ἑαυτοῦ, 14 λέγων· ἦ μὴν εὐλογῶν εὐλογήσω σε καὶ πληθύνων πληθυνῶ σε· 15 καὶ οὕτω μακροθυμήσας ἐπέτυχε τῆς ἐπαγγελίας. 16 ἄνθρωποι μὲν γὰρ κατὰ τοῦ μείζονος ὀμνύουσι, καὶ πάσης αὐτοῖς ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος· 17 ἐν ᾧ περισσότερον βουλόμενος ὁ Θεὸς ἐπιδεῖξαι τοῖς κληρονόμοις τῆς ἐπαγγελίας τὸ ἀμετάθετον τῆς βουλῆς αὐτοῦ, ἐμεσίτευσεν ὅρκῳ, 18 ἵνα διὰ δύο πραγμάτων ἀμεταθέτων, ἐν οἷς ἀδύνατον ψεύσασθαι Θεόν, ἰσχυρὰν παράκλησιν ἔχομεν οἱ καταφυγόντες κρατῆσαι τῆς προκειμένης ἐλπίδος· 19 ἣν ὡς ἄγκυραν ἔχομεν τῆς ψυχῆς ἀσφαλῆ τε καὶ βεβαίαν καὶ εἰσερχομένην εἰς τὸ ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, 20 ὅπου πρόδρομος ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν  Ἰησοῦς, κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδὲκ ἀρχιερεὺς γενόμενος εἰς τὸν αἰῶνα.
Ο Αβραάμ και οι δύο επαγγελίες

Οι υποσχέσεις του Θεού

Το αποστολικό Ανάγνωσμα μας μεταφέρει στη συγκλονιστική εκείνη στιγμή που ο Θεός στην Παλαιά Διαθήκη έδωσε τις μεγάλες υποσχέσεις του στον Αβραάμ και του είπε: Θα σε ευλογήσω πλούσια και θα σου δώσω πάρα πολλούς απογόνους. Και ο Αβραάμ αφού περίμενε υπομονετικά πάρα πολλά χρόνια, πέτυχε την εκπλήρωση της ευλογίας που του υποσχέθηκε ο Θεός. Απέκτησε δηλαδή παιδί από τη Σάρρα, τον Ισαάκ. Κι απ’ αυτόν πληθύνθηκαν οι απόγονοί του σε μεγάλο έθνος. Για να τον βεβαιώσει όμως ο Θεός γι’ αυτές τις επαγγελίες, έδωσε όρκο ότι θα τις πραγματοποιήσει. Κι επειδή δεν υπήρχε τίποτε μεγαλύτερο στο οποίο να ορκισθεί, ορκίσθηκε στον εαυτό του.
Ο Αβραάμ λοιπόν δέχθηκε ένορκη υπόσχεση του Θεού. Την αποδέχθηκε, την πίστεψε, αλλά πραγματοποίηση δεν έβλεπε! Πόσα χρόνια περίμενε; Πόσες φορές δοκιμάστηκε η πίστη του; Του μίλησε ο Θεός για απογόνους, κι αυτός είχε μία γυναίκα στείρα. Του είπε για μεγάλο έθνος που θα δημιουργούσε, κι αυτός γέρασε και παιδί δεν είχε από τη Σάρρα! Όλα φαίνονταν αντίξοα, αντίθετα με την υπόσχεση του Θεού! Όλα έμοιαζαν ουτοπικά και απραγματοποίητα. Ο Αβραάμ όμως δεν έχασε την πίστη του. Κι όταν χάθηκε κάθε ελπίδα, τότε ήλθε η απάντηση του Θεού.
Τι έχει να πει αυτό για μας; Έχει να πει ότι  ο Θεός δεν αναιρεί τις υποσχέσεις του. Δεν τις αλλάζει. Μας αφήνει όμως να περιμένουμε και να δοκιμαζόμαστε. Αυτή η περίοδος της προσμονής βέβαια μας φαίνεται συχνά πως είναι ένα μαρτύριο. Ζητούμε από τον Θεό να φέρει στη ζωή μας αυτό που ποθούμε, κι αντί για απάντηση κάποιες φορές τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Γιατί άραγε; Διότι κατά την περίοδο της προσμονής εξαγιαζόμαστε, εξαγνιζόμαστε, πλουτίζουμε σε αρετές. Μαθαίνουμε να εξαρτιόμαστε από τον Θεό. Μαθαίνουμε στην πράξη τι θα πει πίστη και δοκιμασία. Κάποτε φαίνεται ότι ο Θεός αργεί πολύ, κι εμείς κουραζόμαστε. Όσο όμως περισσότερο αργεί ο Θεός, τόσο μεγαλύτερες ευλογίες μας ετοιμάζει. Αρκεί εμείς να πιστεύουμε, να ελπίζουμε, να περιμένουμε, να προσευχόμαστε.

Η ελπίδα μας

Ο θείος Παύλος στη συνέχεια μας λέει ότι οι υποσχέσεις του Θεού δεν δόθηκαν μόνο στον Αβραάμ και στους απογόνους του, τους Ισραηλίτες, αλλά και στον νέο Ισραήλ, σ’ όλους δηλαδή τους Χριστιανούς. Κληρονόμοι της υποσχέσεως του Θεού ήταν για τα επίγεια ο λαός του Ισραήλ, όμως για τα επουράνια και τα αιώνια ο νέος Ισραήλ, η Εκκλησία του Χριστού. Σ’ όλους λοιπόν τους πιστούς που θα κληρονομήσουμε τις θείες επαγγελίες ο Θεός ήθελε να δείξει καθαρά και με μεγαλύτερη βεβαιότητα ότι ήταν αμετάκλητη η απόφασή του να εκτελέσει όσα υποσχέθηκε. Έτσι ώστε όλοι οι πιστοί να έχουμε μεγάλη ενθάρρυνση για να κρατούμε την ελπίδα που βρίσκεται μπροστά μας. Αυτήν την ελπίδα ο απόστολος Παύλος την παρομοιάζει με άγκυρα της ψυχής μας. Και λέει ότι αυτή μας ασφαλίζει από τους πνευματικούς κινδύνους επειδή είναι αμετακίνητη. Κι αυτό διότι δεν αγκυροβολεί στη θάλασσα αλλά στον ουρανό, στα Άγια των Αγίων· εκεί στο θρόνο του Θεού, όπου μπήκε ο Κύριός μας πριν από μας και για χάρη μας ως πρόδρομος, για να μας ανοίξει το δρόμο και να μας ετοιμάσει τόπο. Κι έτσι αναδείχθηκε Αρχιερέας αιώνιος κατά την τάξη του Μελχισεδέκ.
Πόσο παραστατική, αλήθεια, είναι η εικόνα που μας παρουσιάζει εδώ ο απόστολος Παύλος! Παρομοιάζει την ελπίδα μας προς τον Κύριο με μία άγκυρα. Μια άγκυρα όμως που δεν βυθίζεται στον πυθμένα κάποιας θάλασσας αλλά στον ιερότερο μέρος του σύμπαντος, στον ουρανό, στα επουράνια Άγια των Αγίων, στο θρόνο του Θεού. Κι εμείς οδοιπόροι και ουρανοδρόμοι, πορευόμαστε καθημερινά με το πλοίο της ζωής μας και οραματιζόμαστε τον προορισμό μας. Οι τρικυμίες πολλές, οι ανεμοθύελλες, οι πειρασμοί. Τα κύματα ορμητικά παλεύουν να μας αφανίσουν, να μας οδηγήσουν στο ναυάγιο αυτής της ζωής και στο σκοτάδι της άλλης. Ο αιώνιος εχθρός μας καιροφυλακτεί να βουλιάξει το πλοιάριο της ζωής μας. Κι εμείς παλεύουμε, αντιστεκόμαστε, προχωρούμε. Δεν απογοητευόμαστε. Διότι μπορεί να μην έχουμε φτάσει ακόμη στον προορισμό μας, έχουμε όμως εκεί κάτι δικό μας. Έχουμε εκεί αγκυροβολημένη την ελπίδα μας. Γύρω μας όλα μας απογοητεύουν, οι άνθρωποι, οι καταστάσεις, οι πειρασμοί, οι δυσκολίες. Όλα μας απελπίζουν και θέλουν να μας κάνουν να λιγοψυχούμε. Εμείς όμως οι πιστοί, λέει ο απόστολος Παύλος, δεν πρέπει να χάνουμε την ελπίδα μας. Διότι όλη μας τη ζωή και την ελπίδα μας την έχουμε εμπιστευθεί στον Κύριό μας. Αυτός κρατά γερά στα παντοδύναμα χέρια του την άγκυρα της ελπίδας μας. Αυτός είναι η ίδια η ελπίδα μας. Η προσδοκία μας, αυτός είναι η χαρά μας και η ζωή μας. Μην το ξεχνάμε αυτό ποτέ. Αυτός μόνο μας απομένει στο ταξίδι της ζωής αμετακίνητος σύντροφος και συμπαραστάτης.
πηγαί:
(εδώ) - (εδώ)